τηλεφωνιέμαι

τηλεφωνιέμαι
τηλεφωνιέμαι, τηλεφωνήθηκα βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
τηλεφωνιέμαι : στην παθητική φωνή το ρ. σημαίνει μιλάω στο τηλέφωνο με κάποιον (π.χ. θα τηλεφωνηθούμε αύριο, για να κλείσουμε ραντεβού).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”